- αερινίζω
- [αερινός]1. (συνήθως για τόπους) είμαι ευάερος, δροσερός2. κάνω κάτι δροσερό, προσφέρω δροσιά, δροσίζω3. (απροσ.) αερινίζειέχει δροσιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αερινός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 770 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ινναχωρίου. * * * και αγερινός, ή, ό 1. ο όμοιος με αέρα, αερώδης, λεπτός, ελαφρός 2. αυτός που εκτίθεται στον αέρα για να… … Dictionary of Greek